- σύμπτωση
- η / σύμπτωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω]αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι' ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.)νεοελλ.1. το να συμπίπτει κάτι με κάτι άλλο, συνάντηση, που επιφέρει ένωση, όμοια δράση (α. «σύμπτωση γραμμών» β. «σύμπτωση γωνιών»)2. το να συμβαίνει κάτι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («σύμπτωση ωρών αναχώρησης»)3. συμφωνία, ομοιότητα διαθέσεων, αντιλήψεων («σύμπτωση απόψεων»)4. φρ. «εκ συμπτώσεως» και «κατά σύμπτωση» — κατά τύχη, τυχαίαμσν.πτώση στην αμαρτία, παράπτωμαμσν.-αρχ.δυσάρεστη περίσταση, συμφοράαρχ.1. ταυτόχρονη πτώση, κατάρρευση («ἐν συμπτώσει τῆς oἰκίας», Στράβ.)2. κατάπτωση τών δυνάμεων, αδυναμία («σύμπτωσις, ἰσχνότης, ὠχρότης», Αρετ.)3. (για κοιλότητες οργάνων τού σώματος) συστολή, στένωση4. (για ποταμούς ή οροσειρές) συμβολή, συνάντηση5. το σημείο συνάντησης6. σύγκρουση με τον εχθρό, επίθεση7. περίπτωση, περίσταση8. γραμμ. συνέμπτωσις*9. φρ. α) «σύμπτωσις τῶν ὀφθαλμῶν» — ασθένεια τών οφθαλμών, πιθανώς συμβολή τής κόρης (Γαλ.)β) «σύμπτωσις φωνηέντων» — σύναψη, συνεκφώνηση (Φιλόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.